- επιτέλεση
- ηεκτέλεση, πραγματοποίηση, περάτωση έργου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επιτέλεση — η (Α ἐπιτέλεσις) [επιτελώ] εκτέλεση, περάτωση, διεκπεραίωση, πραγμάτωση αρχ. τελείωση, εκπλήρωση … Dictionary of Greek
ἐπιτελέσῃ — ἐπιτελέσηι , ἐπιτέλεσις completion fem dat sg (epic) ἐπιτελέω complete aor subj mid 2nd sg ἐπιτελέω complete aor subj act 3rd sg ἐπιτελέω complete fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνυσις — ἄνυσις ( σεως), η (Α) [ανύω] 1. εκπλήρωση, επιτέλεση 2. τέλος … Dictionary of Greek
διάνυση — η (Α διάνυσις, εως) [διανύω] 1. πραγματοποίηση πορείας, ταξίδι 2. η απόσταση που διανύθηκε 3. επιτέλεση, ολοκλήρωση … Dictionary of Greek
διάπραξη — η (Α διάπραξις, εως) επιτέλεση, ολοκλήρωση πράξης (συνήθ. κακής), «διάπραξη εγκλήματος» … Dictionary of Greek
ενόρμηση — η ψυχαναγκασμός, παθολογική τάση για την επιτέλεση διαφόρων πράξεων. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. γαλλ. impulsion). Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
εξάνυσις — ἐξάνυσις, η (Α) [εξανύω] 1. εκτέλεση, επιτέλεση, επίτευξη 2. πάπ. είσπραξη … Dictionary of Greek
επιτελέωμα — ἐπιτελέωμα, τὸ (Α) καθετί αναγκαίο για επιτέλεση θυσίας ή προσφερόμενο μετά την κυρίως θυσία … Dictionary of Greek
επιτελείωσις — ἐπιτελείωσις, ἡ (Α) [επιτελειώ] 1. συμπλήρωση, επιτέλεση («τήν ἐπιτελείωσιν τῆς εὐχῆς», Πλούτ.) 2. ευχαριστήρια θυσία για τη γέννηση παιδιού («μήτε γὰρ εἰς γάμους ἴτω μήτε εἰς τὰς τῶν παίδων ἐπιτελειώσεις», Πλάτ.) 3. τέλεια, ύψιστη μορφή … Dictionary of Greek
ευνοώ — (Α εὐνοῶ, έω) [εύνους] δείχνω σε κάποιον την εύνοιά μου, τη φιλική μου διάθεση, είμαι διατεθειμένος ευνοϊκά απέναντι σε κάποιον, τόν συμπαθώ (α. «οὐκ εὐνοέει τοῑς ἐμοῑσι πρήγμασι», Ηρόδ. β. «τόν ευνόησε η τύχη») νεοελλ. 1. συμβάλλω στην επιτυχία… … Dictionary of Greek